- ευαπόσπαστος
- -η, -ο (Α εὐαπόσπαστος, -ον)αυτός που εύκολα αποσπάται ή αποχωρίζεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-σπώ (πρβλ. αν-απόσπαστος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐαπόσπαστα — εὐαπόσπαστος easy to be torn from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)